- Καυνιοι
- Καύνιοιοἱ жители Кавна, кавнийцы Her.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Καύνιοι — Καύνιος of masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Καύνιος — Καύνιος, ία, ον (Α) [Καύνος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πόλη τής Καρίας Καύνο ή που κατάγεται από την Καύνο («οἱ δὲ Καύνιοι αὐτόχθονες δοκέειν ἐμοί εἰσι», Ηρόδ.) 2. παροιμ. α) «ἡ Καυνία βοῡς» για περιπτώσεις ματαιοπονίας, γιατί η… … Dictionary of Greek